Η ζωή μας, μια φορά μας δίνεται. Άπαξ, που λένε.



Λένε πως τα αγαπημένα βιβλία της εφηβικής μας ηλικίας είναι εκείνα που τελικά μας στοιχειώνουν, και επανερχόμαστε σε αυτά μεγαλώνοντας, αναζητώντας λύσεις, διεξόδους, και ίσως μια πρόσκαιρη ανακούφιση.

Είναι τα μόνα βιβλία που ξαναδιαβάζουμε για δεύτερη, ίσως και τρίτη φορά, ουσιαστικά προσπαθώντας να αναπαράγουμε τη συγκίνηση που νιώσαμε όταν πρωτοήρθαμε «αντιμέτωποι» με έναν κόσμο που ταυτιστήκαμε, ηθελημένα ή μη (γιατί αν το καλοσκεφτεί κανείς, αγαπημένο εξ΄ορισμού σημαίνει κάτι στο οποίο μπορείς να διακρίνεις κάτι οικείο και ασυναίσθητα θέλεις να το κάνεις δικό σου).

Ένα από τα πολύ αγαπημένα μου βιβλία ήταν το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», του Χρόνη Μίσσιου. Ήμουν στα 15, και θυμάμαι την καθηγήτρια μου να μας διηγείται μια ιστορία από το βιβλίο. Καθότι αγαπημένη η κυρία Μίνα Ασλάνη (με είχε βάλει νωρίτερα να αγαπήσω το Σεφέρη και τον Καβάφη, μεταξύ άλλων) έσπευσα να αγοράσω εκείνο το βιβλίο με τον πιασάρικο τίτλο. Ακόμα θυμάμαι την εντύπωση που μου είχε κάνει το εξώφυλλο, λευκό, με τα σκληρά βράχια και τον τραχύ κόκκινο ήλιο.

Δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματά μου καθώς το διάβαζα. Ακόμα και σήμερα δε μπορώ να βάλω σε τάξη τις σκέψεις που έρχονταν σαν ανεμοστρόβιλος στο μυαλό μου, καθώς ρούφαγα τις σελίδες με μανία, με μια φλόγα να ξυπνά μέσα μου: Νομίζω ότι για πρώτη φορά συνειδητοποίησα τι θα πει κοινωνική αδικία και επανάσταση. Τι θα πει να σε νοιάζει το γενικό καλό, και να έχεις το θάρρος να βαδίζεις προς το θάνατο ενώ αυτοί για τους οποίους θες να θυσιαστείς περνάνε μια ξέγνοιαστη μέρα στην παραλία.

Έκτοτε απέκτησα και τα υπόλοιπα βιβλία του, και τον θαύμαζα. Κρυφά και φανερά. Έχοντας ζήσει σε φυλακές και εξορία το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, από τα 16 μέχρι τα 43 του χρόνια, εκ των οποίων για 9 ολόκληρους  μήνες περίμενε κάθε μέρα να πεθάνει την επομένη, απορούσα για το πώς όλος αυτός ο πόνος και οι κακουχίες είχαν αποτυπωθεί σε αυτό το γλυκό βλέμμα, σε αυτό το φιλικό προς όλους χαμόγελο.

Σήμερα διάβασα πως έφυγε, στα 82 του χρόνια, «νικημένος από τον καρκίνο». Έψαξα με αγωνία να διαβάσω κάτι άλλο, να δω τι έγραψαν οι άλλοι για αυτό, αλλά μάταια. Όλα τα Μέσα αναπαρήγαγαν την είδηση έχοντας κοπιάρει το ίδιο σύντομο βιογραφικό του.

Σκέφτηκα ότι ίσως η αιτία ήταν πως δεν είχαν τι να πρωτογράψουν. Δεν ξέρω τι μπορείς να πεις για έναν τέτοιο αγωνιστή και συνάνθρωπο. Εξάλλου ο ίδιος τα έχει πει πολύ καλύτερα μέσα από τα βιβλία και τις λιγοστές συνεντεύξεις του (κι ας έμαθε γράμματα μέσα στη φυλακή). Τι να πεις για έναν άνθρωπο που μαζί με άλλους, αφανείς ήρωες, πήρε την απόφαση να θυσιάσει την εφηβική ζωή του για ένα λαό του οποίου ένα μεγάλο ποσοστό σήμερα υποστηρίζει ότι κατά τη διάρκεια της Χούντας είχαμε μηδενικό έλλειμμα; Και πόσα ευχαριστώ και συγγνώμη να του πεις για το πώς διαχειριστήκαμε το (ξεχασμένο πια) δικαίωμα που μας παρέδωσαν να ζούμε ανυπότακτοι;

Έτσι κατέληξα να γράψω ένα προσωπικό κείμενο, γιατί ένιωθα ότι το χρώσταγα. Σ’ εκείνον και στην εφηβεία μου. Και για να κάνω μια διόρθωση: Δεν νικήθηκε από τη επάρατη νόσο και άλλα παπαρίστικα κλισέ που γράφουν. Γεννημένος αγωνιστής,  το πάλεψε και νικούσε καθημερινά επί χρόνια, φεύγοντας πλήρης ημερών στα 82 του.

Καλό ταξίδι κύριε Χρόνη Μίσσιο. Ευχαριστούμε και συγγνώμη που τα σκατώσαμε. Είναι στη φύση μας.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις